περιοδεία

περιοδεία
περιοδ-εία or [suff] περιοδ-ία, ,
A going round, circuit, Str.8.6.3,9.3.1.
2 patrolling, rounds, Aen.Tact.1.1 (pl.), al.
II going through a subject, diligent study, Epicur.Ep.1p.4U.: pl., ib.p.32 U.;

π. φυσική Phld. Rh.2.53

S.
2 medical practice, routine, ἐν π. Gal.17(1).518;

κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιοδεία — περιοδείᾱ , περιοδεία going round fem nom/voc/acc dual περιοδείᾱ , περιοδεία going round fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδείᾳ — περιοδείᾱͅ , περιοδεία going round fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδεία — και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω] η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων») νεοελλ. φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων… …   Dictionary of Greek

  • περιοδεία — η επίσκεψη τόπων για ορισμένο σκοπό: Προεκλογική περιοδεία των πολιτευτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιοδείας — περιοδείᾱς , περιοδεία going round fem acc pl περιοδείᾱς , περιοδεία going round fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδείαν — περιοδείᾱν , περιοδεία going round fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδειῶν — περιοδεία going round fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδείαις — περιοδεία going round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδίαις — περιοδεία going round fem dat pl περιοδία going round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουρνέ — (Tournai). Πόλη (67.669 κάτ.) στο Βέλγιο. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Τούρνακουμ, της βελγικής επαρχίας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η πόλη κυριεύτηκε το 431 από τους Γάλλους και έγινε πρωτεύουσα των πρώτων μεροβιγκιανών βασιλιάδων. Συστηματικές …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”